προστόμιο

προστόμιο
το / προστόμιον, ΝΑ
νεοελλ.
1. ανατ. η σχισμοειδής κοιλότητα ανάμεσα στα χείλη και στις παρειές προς τα έξω, και στους οδοντικούς φραγμούς και στις φατνιακές αποφύσεις προς το εσωτερικό τού στόματος
2. ζωολ. το ακραίο πρόσθιο τμήμα τού σώματος τών διακτυλιοσκωλήκων που βρίσκεται μπροστά από τον πρώτο δακτύλιο
αρχ.
1. στόμιο, ιδίως ποταμού («ἀρθέντ' ἀπὸ προστομίων λεπτοψαμάθων Νείλου», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Πολ.) «ἡ εἰς ἄλληλα τῶν χειλέων συμβολή».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στόμιον (< στόμα). Η λ. ως όρος τής ζωολογίας στη Νέα Ελληνική είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. prostomium].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προστόμιο — το η κοιλότητα του στόματος ανάμεσα στα δόντια και στο μάγουλο, αλλ. πρόδομος του στόματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστομιαπόκλιση — η, Ν ιατρ. η προς τα έξω απόκλιση τών δοντιών, ιδίως τών τομέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προστόμιο + απόκλιση] …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”